- σιβυλλικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίβυλλα, σιβύλλειος (α. «Σιβυλλικοί χρησμοί» — οι Σιβύλλειοι χρησμοίβ. «Σιβυλλικά βιβλία» — τα Σιβύλλεια*)2. μτφ. α) (για πρόσ.) αινιγματικός, μυστηριώδηςβ) αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ακατανόητος, διφορούμενος («σιβυλλικός λόγος»).επίρρ...σιβυλλικώς και σιβυλλικά Νκατά τρόπο σιβυλλικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίβυλλα + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάννη Βαρελά].
Dictionary of Greek. 2013.